- σκαφευθέντα
- σκαφεύωlayaor part pass neut nom/voc/acc plσκαφεύωlayaor part pass masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκαφεύω — Α [σκάφη] εκτελώ κατάδικο με σκάφευση («ἐκέλευσεν... τὸν Μιθριδάτην αποθανεῑν σκαφευθέντα», Πλούτ.) … Dictionary of Greek